- παρόδιος
- -α, -οαυτός που είναι, που κατοικεί κοντά στο δρόμο: Παρόδιοι ιδιοκτήτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρόδιος — by masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόδιος — α, ο / παρόδιος, ον, ΝΑ [πάροδος] αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στην οδό (α. «παρόδιοι ιδιοκτήτες» β. «παρόδιος τοίχος», Υπερείδ.) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρόδιον α) η πρόσοψη β) φόρος για διάβαση, διόδιο 2. παροιμιώδης («ῥῆμα παρόδιον… … Dictionary of Greek
παρόδιον — παρόδιος by masc/fem acc sg παρόδιος by neut nom/voc/acc sg παρόδιος by neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδίοις — παρόδιος by masc/fem/neut dat pl παρόδιος by neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδίου — παρόδιος by masc/fem/neut gen sg παρόδιος by neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδίων — παρόδιος by masc/fem/neut gen pl παρόδιος by neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδίῳ — παρόδιος by masc/fem/neut dat sg παρόδιος by neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόδια — παρόδιος by neut nom/voc/acc pl παρόδιος by neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδίους — παρόδιος by masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόδιοι — παρόδιος by masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)